αναγλυπτογραφία

αναγλυπτογραφία
η (Γραφ. τεχν.)
η τέχνη παραγωγής αναγλύφων παραστάσεων στην επιφάνεια μετάλλου, δέρματος, υφάσματος, χαρτιού ή άλλου παρόμοιου υλικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *αναγλυπτογράφος < ανάγλυπτος + -γράφος*. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον γιατρό Α. Παλατιανό το 1882].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανάγλυπτος — ἀνάγλυπτος, ον (Α) ο ανάγλυφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γλυπτός. ΠΑΡ. νεοελλ. αναγλυπτικός. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναγλυπτογραφία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”